Αξιότιμε κ. Υπουργέ Εξωτερικών,
Είναι με
ιδιαίτερη χαρά που σας καλωσορίζω στην αποψινή εκδήλωση με θέμα την τρέχουσα διαδικασία
διαπραγμάτευσης για επίλυση του κυπριακού. Εκ μέρους της ΓΟΔΗΣΥ επιθυμώ να
ευχαριστήσω θερμά τον έντιμο Υπουργό Εξωτερικών που παρά το βεβαρυμμένο του
πρόγραμμα -κι ιδιαίτερα αυτή την περίοδο-, απάντησε πρόθυμα και θετικά στην
πρόσκληση μας. Αποτελεί κύριε Υπουργέ πραγματικά τιμή να σας έχουμε μαζί μας σε
αυτή την τόσο κρίσιμη συγκυρία για τις διαπραγματεύσεις.
Προτού σας
παραχωρήσω το βήμα επιτρέψετε μου να μοιραστώ ορισμένες σκέψεις γύρω από το
θέμα το οποίο θα συζητήσουμε σήμερα.
Πριν από δυόμιση
χρόνια με την εκλογή του Νίκου Αναστασιάδη στο ύπατο αξίωμα, η διεθνής
κοινότητα καλωσόριζε και υποδεχόταν εγκάρδια
ένα πολιτικό ο οποίος στεκόταν με πολιτική συνέπεια και υπηρετούσε συνειδητά το
όραμα για σύντομη επίλυση του κυπριακού με τρόπο αμοιβαία αποδεκτό, δίκαιο και
ισορροπημένο.
Δυστυχώς ο τ/κ
ηγέτης που είχαμε τότε απέναντί μας δε βοηθούσε καθόλου να γίνει βήμα μπρος στα
εμπρός. Η στάση του, η κοσμοαντίληψή του, τα βιώματα του και ο εθνικισμός του
δεν επέτρεπαν ούτε οι συνομιλίες να ευοδώσουν αλλά ούτε και το πολιτικό κλίμα
να βελτιωθεί.
Όταν την
περασμένη Άνοιξη, τέλος του Απρίλη στα κατεχόμενα εκλεγόταν το μέχρι πρότινος
αουτσάιντερ ο τ/κ πολιτικός Μουσταφά Ακκιντζιή παρουσιάστηκε επιτέλους η
ευκαιρία να έχουμε δύο ηγέτες μετριοπαθείς και στοχοπροσηλωμένους στη λύση του
κυπριακού.
Βεβαίως το
κυπριακό δεν αφορά μόνο τα οράματα και τα θέλω των ηγετών.
Επηρεάζεται
από ένα σωρό πολιτικούς, γεωστρατηγικούς και άλλους αστάθμητους παράγοντες τους
οποίους είμαι βέβαιη ότι ο κ. Υπουργός θα σας αναλύσει στη συνέχεια.
Όμως, επειδή
ανέκαθεν πίστευα ότι ο κόσμος της Κύπρου τ/κοι και ε/κοι αποτελούν σημαντικό
και ουσιαστικό μέρος στην εξίσωση του κυπριακού, πρέπει να παραδεχτούμε ότι με
την επανέναρξη των συνομιλιών οι δύο ηγέτες πέτυχαν να δημιουργήσουν κάτι που
απουσίαζε για χρόνια. Έφεραν ξανά ελπίδα και προσδοκία. Ο κόσμος πίστεψε ότι
αυτή τη φορά οι διαπραγματεύσεις θα καταλήξουν σε αίσιο τέλος.
Γι αυτό η παρούσα
ευκαιρία -όσο τουλάχιστον περνά από το χέρι μας- δεν πρέπει να χαθεί.
Υποθέτω ότι όλοι θυμόμαστε την πολιτική ένταση με αφορμή τις παραβιάσεις
από το Μπαρμπαρός. Πρέπει να μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Κάθε φορά που η
ελληνοκυπριακή πλευρά δε βρισκόταν με στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων –ακόμη
και στις περιπτώσεις που είχαμε δίκιο- κερδισμένη έβγαινε η Τουρκία.
Σας θυμίζω τις πυθιακές
δηλώσεις ξένων διπλωματών και του ειδικού απεσταλμένου του ΟΗΕ οι οποίοι επικεντρώνονταν
περισσότερο στην ανάγκη επανάληψης των συνομιλιών και καλούσαν τις δύο πλευρές
να αποφεύγουν ενέργειες που προκαλούν ένταση. Δεν ευτυχήσαμε να ακούσουμε
κάποιον, πέραν της Ελλάδας βέβαια, να καταδικάζει απερίφραστα τις τουρκικές
προκλήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ.
Δυστυχώς, οι
διαμαρτυρίες διαχρονικά μας ελάχιστες φορές συνάντησαν ευήκοα ώτα με πιο
φωτεινή εξαίρεση το Ελσίνκι και την ένταξη μας στην Ε.Ε..
Άλλες φορές όμως, είτε
επειδή δεν ήμασταν αρκούντως πειστικοί είτε διότι η γεωπολιτική συγκυρία ήταν
τέτοια δεν εισακουστήκαμε.
Είτε το ένα συμβαίνει
είτε το άλλο, οφείλει η πολιτική μας ηγεσία να προβληματιστεί.
Έντεκα χρόνια μετά τα
δημοψηφίσματα και με τον χρόνο να παγιώνει σε όλα τα επίπεδα την κατοχή, ο
τόπος μας αξίζει μία τελευταία και προπάντων ειλικρινή προσπάθεια από όλους
μας. Έχουμε χρέος να το προσπαθήσουμε.
Ένας λαός που συνήθισε
να ζει χωριστά, δεν είναι εύκολο να τον πείσεις να συμβιώσει μετά από 50
χρόνια. Μακάρι να μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο και αντί κάθε φορά που
σκεφτόμασταν τις επόμενες εκλογές να είχαμε τη δύναμη να σκεφτόμασταν τις
επόμενες γενιές. Δυστυχώς όμως, η πίκρα από τον πόνο του βάρβαρου ξεριζωμού του
’74 δεν άφηνε σχεδόν ποτέ περιθώρια για νηφάλια συζήτηση και προετοιμασία για
την επιδιωκόμενη λύση. Κάθε συζήτηση ακόμη και για τα αυτονόητα χτυπούσε με
φόρα πάνω στο τείχος της διαίρεσης, των προκαταλήψεων, των καλοδουλεμένων μύθων
ή του εθνικισμού.
Όμως οι μεγαλοστομίες
και οι λαϊκισμοί δε θα αφήσουν ελληνική γη στα κατεχόμενα αλλά ένα ισχυρό
αυτάρκες τούρκικο μόρφωμα, με πληθυσμό που θα αυξάνεται ραγδαία από τον
ανεξέλεγκτο εποικισμό. Η μη λύση θα σημάνει ένα άνισο οικονομικό ανταγωνισμό,
σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Η διχοτόμηση αρχίζει να κανονικοποιείται
και να εξελίσσεται σαν ένα σεντόνι που σκεπάζει σιγά σιγά όλους μας. Φυσικά
και αναίμακτα.
Είναι μόνο μέσα από
τη λύση του Κυπριακού που μπορούμε να αναχαιτίσουμε τα τετελεσμένα της κατοχής.
Μέσω του συντάγματος και των νόμων του κράτους, που θα διασφαλίζουν την μία
κυριαρχία, τη μία διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια και θα δίνουν στην
ομοσπονδιακή (κεντρική) κυβέρνηση την εξουσία να διαχειρίζεται την οικονομία
και την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Το κυπριακό δε θα
έχει ποτέ ξανά καλύτερη ευκαιρία να επιλυθεί από αυτή που υπάρχει σήμερα. Αν
σήμερα φαντάζει βουνό το περιουσιακό το οποίο –ω μη γένοιτο- δε μπορέσουμε να
διαβούμε, φανταστείτε, πως θα είναι η κατάσταση σε πέντε, δέκα ή είκοσι χρόνια
όταν στο μεταξύ θα έχει πεθάνει και ο τελευταίος πρόσφυγας 1ης
γενιάς και θα προηγηθούν χιλιάδες διευθετήσεις δια μέσου της ειδικής επιτροπής
στα κατεχόμενα.
Γι αυτό το λόγο κ.
Υπουργέ,
επιμένω να υποστηρίζω
ότι η κοινωνία πρέπει να είναι ενήμερη και συμμέτοχη σε αυτή τη διαδικασία. Ενήμερη με τρόπο ουσιαστικό, νηφάλιο και
εκλαϊκευμένο.
Επειδή είναι ο
μοναδικός τρόπος για να μεταφερθούμε από τις επιμέρους συζητήσεις για τα δίκαια
της κάθε πλευράς στα τηλεοπτικά πάνελ σε μία διαλεκτική διαδικασία
εξορθολογισμού των πραγματικών επιλογών που υπάρχουν μπροστά μας εντός της
ίδιας της κοινωνίας.
Η συζήτηση με την
κοινωνία είναι ο μόνος τρόπος για να αντικαταστήσουμε τον αδιέξοδο βερμπαλισμό
των απορριπτικών, με τη ρεαλιστική κληριδική σκέψη που καταλήγει σε
συμπεράσματα αντί σε συνθήματα.
Πατριωτισμός δε θα
είναι να αποχωρήσουμε στα δύσκολα για να επιστρέψουμε στα εύκολα που γνωρίζουμε
καλά. Αλλά να κρατηθούμε στα δύσκολα και να προετοιμαστούμε κατάλληλα για τα ακόμη
δυσκολότερα.
Τελειώνοντας θέλω να
ευχαριστήσω τη ΣΕΚ για τη φιλοξενία στην υπέροχη αυτή αίθουσα “Μάρκου Δράκου”
και να κλείσω λέγοντας ότι έχουμε χρέος έναντι
των ηρώων μας, έναντι της νέας γενιάς και βλέποντας εδώ μπροστά την αγαπητή
φίλη την Καίτη, την κόρη του αείμνηστου Γλαύκου Κληρίδη, ναι έχουμε χρέος και
απέναντι στον ιδρυτή του Δημοκρατικού Συναγερμού να επανενώσουμε την Κύπρο.
Σας ευχαριστώ
Καλώ τώρα στο βήμα τον έντιμο ΥΠΕΞ, κ. Ιωάννη Κασουλίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου